Η Βραδυνή ("Σπουδαίος μουσικός σημαίνει ανοιχτό μυαλό")

«Σπουδαίος μουσικός σημαίνει ανοιχτό μυαλό»

Ένας από τους πλέον περιζήτητους σολίστες στην Ευρώπη, ο Έλληνας Bill Evans, κλασικός αλλά και λάτρης της τζαζ, ανοίγει τα χαρτιά του στη «ΒτΚ»
Του Γιάννη Αλεξίου

Εφημερίδα ΒΡΑΔΥΝΗ (24.3.2002)

Είναι πολύ εύκολο να υπάρξει τσαρλατανισμός στη μουσική, ειδικά στους μαέστρους και στους τραγουδιστές γιατί μετά από δυο-τρία χρόνια φοίτησης, αν διαθέτεις μια φωνή, πας λίγο στο ωδείο και αν είσαι ταλέντο μπορείς να πάρεις ρόλο στην όπερα. Μετά από δυο-τρία χρόνια φοίτησης στο «όνο δεν μπορείς να παίξεις ούτε μία σονατίνα». Με μουσικές σπουδές στην Ελλάδα, στο Julliard School της Νέας Υόρκης και το Ecole Normale και με ατελείωτο ψάξιμο του ήχου του, ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος είναι σήμερα από τους αρτιότερους και πιο περιζήτητους σολίστες στην Ευρώπη. Συνήθως προκαλεί το ακροατήριο του με το παίξιμο του. Κλασικός πιανίστας, αλλά εξίσου καλός τζαζίστας. Πολλοί τον αποκαλούν σαν τον Έλληνα Bill Evans.

Ο 36χρονος Αθηναίος δεξιοτέχνης πιανίστας και συνθέτης, αν και έχει ινδάλματα για τα οποία δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να μιλήσει, έχει δημιουργήσει ένα προσωπικό ήχο που έχει πολλούς φανατικούς θαυμαστές. Ανάμεσα τους, ο πολύς Βλαντιμίρ Ασκενάζι, αλλά και ο διάσημος παραγωγός και διευθυντής της ECM Μάνφρεντ Άιχερ, με τον οποίο σύντομα θα βρεθεί για δεύτερη φορά στο στούντιο, για μια ακόμα ηχογράφηση υψηλής αισθητικής. Το ευρωπαϊκό κοινό, από τη γειτονική Ιταλία ως τη Νορβηγία και τη Σουηδία, έχει την ευκαιρία να τον απολαμβάνει σε κοντσέρτα πιο συχνά απ’ ότι το ελληνικό. Αυτό σίγουρα δεν το διάλεξε ο ίδιος. Σήμερα, Κυριακή της Ορθοδοξίας, ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος είναι καλεσμένος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου για ένα κοντσέρτο Μότσαρτ στην Κωνσταντινούπολη. Για τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες και τα τέσσερα πρότζεκτ που έχει ετοιμάσει ή δουλεύει τον καιρό αυτό ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος στην πιο δημιουργική περίοδο της ζωής, μιλήσαμε σε συνάντησή μας στο Αθηναϊκό:

«Κλασικές σόλο πιάνο συναυλίες μα καθαρά κλασικό ρεπερτόριο, πιάνο σόλο (αυτοσχεδιασμός, τζαζ), που αναμιγνύονται πολλές φορές σε συναυλίες, συνεργασίες με ορχήστρες. Στο πακέτο των συνεργασιών είναι το πιάνο τρίο με την ECM, με τον μπασίστα Άριλντ Άντερσεν και ντράμερ Τζον Μάρσαλ, με το οποίο ήδη ηχογραφήσαμε το Achirana και τώρα ετοιμάζουμε το δεύτερο άλμπουμ, που θα ηχογραφηθεί το Μάιο κατά πάσα πιθανότητα, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Έχουμε παίξει ήδη αρκετές φορές μαζί και ήδη έχουμε ανακαλύψει κάποια πράγματα που μπορούμε να βγάλουμε προς τα έξω. Επίσης, συνεργάζομαι με τη βιολοντσελίστα Άνια Λέχνερ, επίσης καλλιτέχνιδα της ECM, η οποία παίζει με το Rosamunde Quartett, και θα κυκλοφορήσουμε μια δουλειά επίσης στην ECM. Μαζί παίζουμε πρόγραμμα μουσικής δωματίου και αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής. Ακόμη, υπάρχει η συνεργασία σε επίπεδο δύο πιάνων, με το γιο του Βλαντιμίρ Ασκενάζι, Βόφκα, με τον οποίο έχουμε παίξει σε δύο φεστιβάλ στο εξωτερικό και στην Ελλάδα, στο φεστιβάλ Μανόλης Καλομοίρης, αλλά και η συνεργασία πιάνο-φωνή με τη Νένα Βενετσάνου, με την οποία θα κινηθούμε στον έντεχνο, και όχι μόνο χώρο. Αυτές οι συνεργασίες προσπαθούν να έχουν ρίζες βαθιές, πρώτα απ' όλα ανθρώπινης επικοινωνίας, ταύτισης μουσικής διαλέκτου και όχι να είναι περιστασιακές. Δεν μου αρέσει να κάνω συνεργασίες μόνο για μια φορά».

Στον λεγόμενο έντεχνο χώρο, αυτή είναι η πρώτη συνεργασία σας;

«Στο Πρόσωπο της Αγάπης, η μουσική είναι της Καλλιόπης Τσουπάκη, ένα πρωτόγνωρο όνομα στην ελληνική σκηνή, μια αρκετά αξιόλογη συνθέτρια που δεν ζει στην Ελλάδα, αλλά εδώ και χρόνια στην Ολλανδία. Αυτά τα τραγούδια έχουν γραφτεί για τη Νένα Βεντσάνου. Όταν ήρθα σε επαφή με το υλικό, υπήρξε μια φοβερή χημεία μαζί της. Έχω να νιώσω χρόνια έτσι από την πρώτη στιγμή μιας συνεργασίας. Καθίσαμε στο πιάνο, αρχίσαμε να παίζουμε και είχαμε μια τέτοια επικοινωνία, σαν να παίζουμε χρόνια μαζί, και έτσι αποφασίσαμε να ηχογραφήσουμε. Είναι ένα άνθρωπος με εκπληκτικό γούστο και αισθητικά κριτήρια στη ζωή της».

Συνήθως ποιο μουσικό όργανο προτιμάτε να σας συνοδεύει;

«Ένα εκπληκτικό πάντρεμα είναι το πιάνο με ορχήστρα εγχόρδων, το πιάνο με ένα κοντραμπάσο. Το πιάνο είναι τόσο ευέλικτο που ταιριάζει με οτιδήποτε – εξαρτάται από τον πιανίστα και από τον τρόπο που παίζει».


Στην Κρεμόνα, το κοντσέρτο σας ήταν σόλο πιάνο…

«Το Live in Cremona είναι μια εκατό τοις εκατό ζωντανή ηχογράφηση και κυκλοφορεί ήδη στην Ιταλία από την Eau De Musique. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι πάρα πολλές ζωντανές ηχογραφήσεις δεν είναι τόσο ζωντανές όσο νομίζουν οι ακροατές. Χρησιμοποιούνται πάρα πολλά κομμάτια επιλεκτικά, από τις πρόβες που έχουν γίνει, και γίνονται πολλά κολλήματα, όπως λέμε στη γλώσσα της μουσικής. Στο Live in Cremona δεν έχει πειραχθεί ούτε μία νότα, όπως μπορεί να διαπιστώσει οποιοδήποτε έμπειρο αυτί. Η συναυλία αυτή ηχογραφήθηκε αρχειακά από το ετήσιο Διεθνές Φεστιβάλ της Κρεμόνα, που διαρκεί περίπου δώδεκα μέρες, στο οποίο συμμετείχαν καλλιτέχνες από Αμερική και Ευρώπη».

Υπάρχει μουσική συγγένεια μεταξύ του Τζορτζ Γκέρσουιν, των Λένον -ΜακΚάρτνεϊ, με τις δικές σας συνθέσεις που συμπεριλαμβάνονται στο άλμπουμ αυτό;

«Σε κάθε πιάνο σόλο που κάνω, προσπαθώ, εκτός από τη δική μου μουσική, θέλω το κοινό να αναγνωρίσει κάποια στοιχεία στη μουσική, να τα αντιλαμβάνεται και να τα ακολουθεί. Δεν πρέπει να κουράζεις το κοινό και να το προκαλείς να ακούει μόνο καινούρια πράγματα. Ειδικά στην αυτοσχεδιαζόμενη μουσική, που είναι πολύ εύκολο να φτάσεις σε ένα σημείο να γίνεις δυσνόητος. Για το λόγο αυτό πρέπει να του δίνεις οικεία ακούσματα, αλλά καμωμένα πολύ διαφορετικά. To Yesterday είναι μεγάλη πρόκληση. Ήδη έχει μπει σαν κράχτης σε πολλά άλλα cd, που έχουν κυκλοφορήσει στην Ιταλία, με αποσπάσματα από διάφορες συναυλίες, γιατί είναι παιγμένο με εντελώς διαφορετικό τρόπο».

Αυτό προσπαθείτε πάντα να κάνετε;

«Είναι μια απόρροια από την κλασική μουσική, γιατί εδώ υπάρχει ένας πήχης που καλείσαι να περάσεις. Έχω συνηθίσει όλο αυτό το ρεπερτόριο της κλασικής μουσικής που παίζω να είναι αναγνωρίσιμο από το κοινό. Δεν μπορώ να παίξω ό,τι θέλω και όπως θέλω. Έτσι και σε μένα μεγαλώνει η πρόκληση να δημιουργήσω κάτι καινούριο σε γνωστά κομμάτια, αλλά και στο κοινό να με κρίνει καλύτερα. Προκαλώ το κοινό να με κρίνει. Είναι κάτι που το θέλω. Δεν προσπαθώ να βρω διεξόδους διαφυγής. Δεν μου αρέσει η εύκολη λύση. Θέλω να ακολουθεί τα βήματα μου, να ξέρει τι πάω να κάνω. Έτσι νιώθεις καλύτερα την επικοινωνία μαζί του».

Τι σημαίνει για σας ανοιχτό μυαλό στη μουσική;

«Να μην έχεις ταμπού, να μην έχεις στεγανά και να μην απορρίπτεις πριν το ακούσεις. Δυστυχώς, υπάρχουν πολλοί και σπουδαίοι μουσικοί, που μέσα στα χρόνια έχουν στεγανοποιηθεί μες στη μουσική γνώση. Όσα είδη έχω απορρίψει τα έχω μελετήσει πριν».

Τι έχετε απορρίψει δηλαδή;

«Το εβδομήντα τοις εκατό του σημερινού ελληνικού τραγουδιού. Ούτε όμως ρατσιστικά ούτε ελιτίστικα. Το έχω απορρίψει γιατί η φόρμα του και ο τρόπος δημιουργίας είναι ανέμπνευστος και κακός. Ποιοτικά, καλλιτεχνικά και πνευματικά δεν δίνει τίποτα. Απλά έχει μια επιφανειακή και επιδερμική αίσθηση προσωρινής διασκέδασης. Μπορεί να καλύπτει χιλιάδες ανθρώπους, αλλά δεν μπορείς να πεις πάντα ότι επειδή ποσοτικά ή ποσοστιαία το μεγαλύτερο ποσοστό των ακροατών ακούν μια x μουσική, ότι αυτή αξίζει. Ένα μεγάλο ποσοστό των ακροατών είναι παραπλανημένοι, κάτι που δεν ισχύει μόνο στη μουσική, αλλά γενικά στην τέχνη. Οι άνθρωποι που πάνε να περάσουν μια ευχάριστη ώρα στο σινεμά βλέποντας μια αμερικανική ταινία, που πουλάει χιλιάδες εισιτήρια στο box-office σημαίνει ότι αυτή η ταινία έχει άξια καλλιτεχνική; Οι μεγαλύτερες και σπουδαιότερες ταινίες περνούν με άδειες αίθουσες».

Ποια «άνοιχτα μυαλά» στη μουσική έχεις συναντήσει;

«Ανοιχτά μυαλά είναι αυτοί που έχουν γίνει μεγάλοι στο είδος τους. Δεν πιστεύω ότι ένας μεγάλος κλασικός ερμηνευτής δεν είναι ανοιχτό μυαλό. Γι' αυτό είναι και σπουδαίος. Όσοι δεν έχουν διευρυμένο μουσικό ορίζοντα δεν είναι σπουδαίοι μουσικοί. Όπως ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, όταν διηύθυνε ένα ρέκβιεμ του Μότσαρτ ή West Side Story ή τζαζ μουσική, καταλάβαινε κανείς πόσο ανοιχτό μυαλό ήταν. Υπάρχει περίπτωση μουσικός να έχει το ανοιχτό μυαλό, αλλά να μην μπορεί να το παίξει αυτό ή να κινηθεί μέσα σε αυτό. Ξέρω πολύ μεγάλους κλασικούς μουσικούς που λατρεύουν την τζαζ, αλλά δεν μπορούν να παίξουν τίποτα. Εγώ έχω χτίσει έναν κόσμο, πιστεύοντας ότι αυτά τα μουσικά ιδιώματα είναι ένα πράγμα. Προσπαθώ να τα νιώσω ένα, γιατί ίσως να είναι ένα».

Τι γνώμη έχετε για τη στελέχωση κρατικών και μεγάλων ορχηστρών, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους από ξένους μουσικούς, τη στιγμή που πολλοί ταλαντούχοι νέοι μουσικοί δεν έχουν πού να παίξουν;

«Αυτό εμένα θα με ικανοποιούσε αν οι μουσικοί που έρχονταν να παίξουν και να πάρουν θέση στη χώρα μας ήταν καλύτεροι από τους δικούς μας. Είναι όμως; Είναι στα μελλοντικά σχέδια μου να φτιάξω μια ορχήστρα, αλλά αυστηρά «μόνο με Έλληνες. Είμαι ένας περφόρμερ, δεν βρίσκομαι σε μια οργανική θέση να μπορέσω να υλοποιήσω τις ιδέες μου• Οι καλοί μουσικοί πρέπει να ασχολούνται και με τα κοινά της μουσικής. Ενός καλός μουσικός λιγότερο χρήσιμος είναι να ασχοληθεί με την πολιτική. Πιο χρήσιμος είναι να ασχοληθεί με την πολιτική μες στη μουσική».

«Όλοι οι σολίστες ζηλεύουν τους τραγουδιστές»


Πόσο δύσκολο είναι να δημιουργήσει κανείς τον προσωπικό ήχο, κάτι που έχετε καταφέρει εσείς με το παίξιμο σας;

«Είναι το πιο δύσκολο πράγμα. Η αίσθηση της ιδιαιτερότητας είναι το ζητούμενο, που μπορεί να μην καταφέρεις ποτέ να το πιάσεις. Το πιο εύκολο είναι να είσαι κόπια κάποιου άλλου. Είναι κάτι που βγαίνει από μέσα μας και πρέπει να χαρακτηρίζεται από τα προσωπικά μας διαφορετικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι μια άμεση επικοινωνιακή γλώσσα, είναι έμμεση, γιατί παρεμβάλλεται το όργανο. Γι' αυτό είναι και πιο δυσδιάκριτα αυτά τα χαρακτηριστικά. Το τραγούδι έχει αυτή την αμεσότητα και περνάει στον κόσμο. Οι τραγουδιστές είναι οι μικροί ήρωες της καθημερινότητας, γιατί εκφράζουν μέσα από τη φωνή τους τον κόσμο. Ο μουσικός δεν είναι έτσι γιατί, ναι μεν η μουσική βγαίνει από μέσα του, αλλά παρεμβάλλεται ένα μεγάλο εμπόδιο, το όργανο. Το πιάνο είναι πολύ δύσκολο να εκφράσει τον ακροατή τόσο άμεσα όσο η φωνή. Έτσι το τραγούδι ήταν, είναι και θα είναι το πιο λαϊκό -με την καλή έννοια- μέσο έκφρασης του ανθρώπου. Γι' αυτό, οι όπερες και οι τραγουδιστές μαζεύουν πιο πολύ κόσμο. Συνάμα χρειάζεται και λιγότερη παιδεία από το κοινό για ν' αντιληφθεί και να κατανοήσει το είδος αυτό».

Μου θυμίζετε το βιμπραφωνίστα Γκάρι Μπάρτον, που μου είχε εκμυστηρευτεί ότι θα προτιμούσε να ήταν τραγουδιστής.

«Όλοι οι σολίστες ζηλεύουν λίγο τους τραγουδιστές. Οι τραγουδιστές βέβαια έχουν τη λιγότερη παιδεία από οποιονδήποτε άλλο μουσικό. Πρόσφατα ήμουν στην Αγγλία σε ένα τραπέζι που έτυχε να ήταν ο διάσημος πιανίστας και αρχιμουσικός Ντανιέλ Μπάρενμπόιμ και άλλοι μεγάλοι μουσικοί. Μιλούσαμε για τους πιανίστες σε σχέση με άλλους μουσικούς. Καταλήξαμε λοιπόν ότι τελικά είναι πολύ εύκολο σήμερα να υπάρξει τσαρλατανισμός στη μουσική, ειδικά στους μαέστρους και στους τραγουδιστές γιατί μετά από δυο-τρία χρόνια φοίτησης αν διαθέτεις μια φωνή, πας λίγο στο ωδείο και αν είσαι ταλέντο μπορείς να πάρεις ρόλο στην όπερα. Μετά από δυο-τρία χρόνια φοίτησης στο πιάνο, δεν μπορείς να παίξεις ούτε μία σονατίνα. Αυτό ισχύει και για τους μαέστρους εν μέρει. Αυτοί που ήταν, είναι και θα είναι οι πιο εκτεθειμένοι, είναι οι σολίστες οργάνου».

Οι μαθητές σας γιατί αγωνιούν;

«Για την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Είναι πολύ δύσκολο κανείς να ακολουθήσει αυτό το δρόμο, γιατί είναι ένας μαραθώνιος. Δεν φτάνει να κάνεις ένα μπαμ στα δεκαεφτά-δεκαοκτώ σου, πρέπει αυτό να το κρατήσεις».

Παλιότερα, οι μαθητές πιάνου αγωνιούσαν να παίξουν και εκείνοι κάποια στιγμή σαν τον τάδε...

«Τα νέα παιδιά δεν έχουν είδωλα. Δεν θαυμάζουνε. Τείνουν να καταργήσουν και να γκρεμίσουν ό,τι και να κάνει κάποιος. Δεν ακούς συχνά από νέα παιδιά "τον εκτιμώ γιατί έχει κάνει τόσα πράγματα", αλλά "δεν έχει κάνει και τίποτα, ποιος είναι αυτός;". Επειδή τυγχάνει να είμαι μέλος σε επιτροπές κάποιων ωδείων για διπλώματα και πτυχία, βλέπω παιδιά που βγαίνουν και παίζουν και μπορεί να κοιτάξουν εμένα ή κάποιον άλλο εκλεκτό της επιτροπής κατάματα, σαν ίσος προς ίσο. Παίρνοντας δηλαδή το δίπλωμα του, είναι ένα με μένα. Αυτό δεν το έκανα ποτέ στη ζωή μου. Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτά τα παιδιά αισθάνονται έτσι».

Το ίδιο συμβαίνει και μετά από ένα κοντσέρτο κάποιου αναγνωρισμένου καλλιτέχνη;

«Πάνε τον ακούν και μπορούν να πουν "δεν μ' άρεσε", ξεχνώντας τι έχει προσφέρει αυτός ο καλλιτέχνης στη μουσική, τη στιγμή που αυτά τα παιδιά δεν έχουν προσφέρει ούτε έναν κόκκο άμμου. Ακόμα και αν ένας καλλιτέχνης έρθει στα εβδομήντα του εδώ και είναι ο μισός απ' ό,τι ήταν στα σαράντα πέντε του, είναι ιεροσυλία να τολμήσεις να μιλήσεις. Είμαι άνθρωπος που είχα ινδάλματα σε όλη μου τη ζωή. Σέβομαι πάρα πολύ τις μεγαλύτερες γενιές».

Previous
Previous

Η Βραδυνή (Ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος γοητεύει το ευρωπαϊκό κοινό)